- υγροπόρος
- -ον, ΜΑὑγροπόρευτος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -πόρος (< πόρος), πρβλ. βραδυ-πόρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑγροπόροιο — ὑγρόπορος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγροπόροις — ὑγρόπορος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγροπόροισι — ὑγρόπορος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγροπόροισιν — ὑγρόπορος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγροπόρου — ὑγρόπορος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγροπόρους — ὑγρόπορος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγροπόρων — ὑγρόπορος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγροπόρῳ — ὑγρόπορος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek
υγροπορώ — έω, Α [ὑγροπόρος] πορεύομαι μέσα στο νερό και, ιδίως για πλοία, διασχίζω το νερό … Dictionary of Greek